Το ρήμα "έχω" Das Verb "haben"
Τα ρήμα έχω, " haben " είναι από τα πιό σημαντικά γερμανικά ρήματα
αφού εμφανίζεται πολύ συχνά στην γερμανική γλώσσα
Χρησιμοποιείται ως κύριο αλλά και βοηθητικό ρήμα
για το σχηματισμό των παρελθοντικών χρόνων
Απαρέμφατο (Infinitiv) haben =έχω
Ως κύριο ρήμα δηλώνει ιδιοκτησία ή κατοχή. (Sie hat ein Auto. Er hat keine Zeit und kein Geld.
Αυτή έχει αυτοκίνητο.Αυτός δεν έχει χρόνο και χρήματα.
Το ρήμα haben συντάσσεται με αιτιατική.
Παρακάτω η κλίση του h a b e n στον ενεστώτα.
Singular | Κατάφαση | Προφορά | Μετάφραση | Ερώτηση | Άρνηση |
1.Person | ich habe | ιχ χάμπε | εγώ έχω | Habe ich? | ich habe nicht |
2.Person | du hast | ντου χαστ | εσύ έχεις | Hast du ? | du hast nicht |
3.Person | er/sie/es hat | έα/ζι ες χατ | αυτός/αυτή /αυτό έχει | Hat er/sie/es? | er/sie/es hat nicht |
Plural | |||||
1.Person | wir haben | βία χάμπεν | εμείς έχουμε | Haben wir? | wir haben nicht |
2.Person | ihr habt | ία χαμπτ | εσείς έχετε | Habt ihr ? | ihr habt nicht |
3.Person | sie haben | ζι χάμπεν | αυτοί έχουν | Haben sie? | sie haben nicht |
Εκφράσεις με το ρήμα "haben"
Ich habe Hunger = πεινάω
Η κλίση του "haben" στους υπόλοιπους χρόνους
Indikativ Οριστική
Präteritum Παρατατικός |
Futur I Μέλλοντας Ι |
|
Infinitiv Präsens Απαρέμφατο ενεστώτα |
haben |
|
|
|
|
|
|
||||
|
Konjuktiv I |
Υποτακτική Ι |
|
||
|
|
Konjunktiv II |
Υποτακτική ΙΙ |
|||
|
|
||||
|
|
Infinitiv Perfekt |
Απαρέμφατο παρακειμένου |
|
|
|
gehabt haben |
|
Indikativ |
|
|||
|
Οριστική |
||||
|
|
Konjunktiv I |
|
|||
|
Υποτακτική Ι |
||||
|
|
Konjunktiv II |
|
|||
|
Υποτακτική ΙΙ |
||||
|
info@krisisbazaar.com