Ήρθε.
Και φώτισε την καταπακτή μου.
Κι έγινε φώς. Ήταν ο ουρανός; Δεν ξέρω.
Ενα μόνο ξέρω.
Πως έχασα τη γη.
Ήρθε.
Και ξοπίσω της έτρεχαν ξυπόλυτες
ένα κοπάδι ξέπλεκες ακτίνες.
Παίζοντας κρυφτούλι με τους ατμούς.
Ήρθε.
Κι έφυγε τρομαγμένη η πίσα
Σκορπώντας τα μαύρα της δάκρυα
Ενώ κάτι μεθυσμένοι κορυδαλοί
Ανεβοκατέβαιναν σα σαλτιμπάγκοι.
Ήρθε.
Κι ένα χελιδόνι
-Καθώς έφευγε για τόπους μακρινούς-
Σταμάτησε κι άπλωσε τις φτερούγες του
πάνω στο σταυρό της κοντινής μας εκκλησιάς.
Αγάπη!
Για να ζήσεις ήρθες
Ή για να σταυρωθείς.